Σήμερα η πολιτική μόνο «παίζεται», και παίζεται ως παιχνίδι εικονικό, με αχρηστευμένη τη σκέψη, την κρίση, με όρους ψυχολογικής αποκλειστικά συμμετοχής – ποιος θα κερδίσει τις εντυπώσεις. Ταυτίζεται η πολιτική με την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, απώλεια αίσθησης της πραγματικότητας. Από τα κορυφαία δείγματα αυτής της απώλειας είναι το γεγονός ότι στις δημοσκοπήσεις και στην πάγια ερώτηση «ποιον κρίνετε καταλληλότερο για πρωθυπουργό», πλειοψηφεί πάντοτε όποιος τυχαίνει να βρίσκεται εκείνη την περίοδο στον πρωθυπουργικό θώκο, έστω και με νοημοσύνη ανεπαρκή ή παταγωδώς ανίκανος.
Είναι παιχνίδι σήμερα η πολιτική, παίζεται ακριβώς με τους όρους του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Οι πραγματικοί παίκτες είναι αθέατοι: λειτουργούν ως «παράγοντες» (παράγουν το θέαμα), αγοράζουν (απευθείας ή με μεταγραφή) τους εικονικούς παίκτες, «στήνουν αγώνες», συντηρούν «παράγκες». Και το αφιονισμενο πλήθος χορταίνει θέαμα. Οι δημοσιογράφοι μετέχουν (με το αζημίωτο) στο εικονικό παιχνίδι και οι ντοπαρισμένοι «φίλαθλοι», αφελέστατοι πάντοτε (όπως και οι «αγνοί ιδεολόγοι» ή οι πατριώτες) παθιάζονται και αντιμαχούν για την «ομαδάρα»τους (ή για το κόμμα «τους») που είναι γι’ αυτούς «θρησκεία» (πρβλ. τις υστερικές κραυγές κορυφαίου εξωπραγματισμού: «Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο, δυνατό» – με 3,6% στις δημοσκοπήσεις – «Γιώργο γερά, να πέσει η Δεξιά», προς τον θλιβερό ύπατο της ανικανότητας).
Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για την πολιτική έχει τόση σχέση με την πραγματικότητα όση σχέση έχει και η γλώσσα των «ποδοσφαιρόφιλων» με την αγάπη για την άθληση. Το φοβερό και δεινότατο είναι ότι το παραισθησιογόνο πάθος για το ποδόσφαιρο απλώς καθηλώνει κάποιες μάζες ανθρώπων σε έναν εκούσια επιλεγμένο κρετινισμό, με την ανάλογη γλωσσική υπανάπτυξη. Ενώ η αποκοπή της πολιτικής από την πραγματικότητα της ζωής μας εγκαταλείπει τα ουσιώδη του βίου μας, το ψωμί μας από το μέλλον των παιδιών μας, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ποιότητα της ζωής μας, στα χέρια ανίκανων και συχνά φαύλων ανθρώπων, που κάνουν καριέρα παίζοντας με την κατασκευή εντυπώσεων, για να συνεχίσουν οι ίδιοι να ζουν βίο πριγκήπων, αν και τυχάρπαστοι.
Είναι παιχνίδι σήμερα η πολιτική, παίζεται ακριβώς με τους όρους του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Οι πραγματικοί παίκτες είναι αθέατοι: λειτουργούν ως «παράγοντες» (παράγουν το θέαμα), αγοράζουν (απευθείας ή με μεταγραφή) τους εικονικούς παίκτες, «στήνουν αγώνες», συντηρούν «παράγκες». Και το αφιονισμενο πλήθος χορταίνει θέαμα. Οι δημοσιογράφοι μετέχουν (με το αζημίωτο) στο εικονικό παιχνίδι και οι ντοπαρισμένοι «φίλαθλοι», αφελέστατοι πάντοτε (όπως και οι «αγνοί ιδεολόγοι» ή οι πατριώτες) παθιάζονται και αντιμαχούν για την «ομαδάρα»τους (ή για το κόμμα «τους») που είναι γι’ αυτούς «θρησκεία» (πρβλ. τις υστερικές κραυγές κορυφαίου εξωπραγματισμού: «Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο, δυνατό» – με 3,6% στις δημοσκοπήσεις – «Γιώργο γερά, να πέσει η Δεξιά», προς τον θλιβερό ύπατο της ανικανότητας).
Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για την πολιτική έχει τόση σχέση με την πραγματικότητα όση σχέση έχει και η γλώσσα των «ποδοσφαιρόφιλων» με την αγάπη για την άθληση. Το φοβερό και δεινότατο είναι ότι το παραισθησιογόνο πάθος για το ποδόσφαιρο απλώς καθηλώνει κάποιες μάζες ανθρώπων σε έναν εκούσια επιλεγμένο κρετινισμό, με την ανάλογη γλωσσική υπανάπτυξη. Ενώ η αποκοπή της πολιτικής από την πραγματικότητα της ζωής μας εγκαταλείπει τα ουσιώδη του βίου μας, το ψωμί μας από το μέλλον των παιδιών μας, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ποιότητα της ζωής μας, στα χέρια ανίκανων και συχνά φαύλων ανθρώπων, που κάνουν καριέρα παίζοντας με την κατασκευή εντυπώσεων, για να συνεχίσουν οι ίδιοι να ζουν βίο πριγκήπων, αν και τυχάρπαστοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου