Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

Εκ γενετής συνταξιούχος; Θα ήταν το ιδανικό. Κάτι σαν το τελευταίο γένος του Ησιόδου, που θα γεννιέται ήδη γερασμένο. Επειδή όμως τα ιδανικά δεν είναι για τον κόσμο τούτο, ας αρκεστούμε στην πραγματικότητα. Ακόμη και σήμερα, στη χώρα με το ενάμισι εκατομμύριο ανέργους, ο σαρανταπεντάρης ή ο πενηντάρης συνταξιούχος δεν είναι απαξιωμένος. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι αυτός που πέτυχε, υλοποίησε το ελληνικό όνειρο πιο γρήγορα απ’ τους υπόλοιπους. «Δουλεύεις ακόμη;» – ερώτηση που διατυπώνεται με ύφος συμπόνοιας. «Εχω δύο χρόνια για να βγω» – απάντηση σε ύφος κάπως πονεμένο, πλην όμως ελαφρώς αισιόδοξο. Δύο χρόνια περνούν χωρίς να το πάρεις είδηση. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Κι αν δεν καταφέρεις να «θεμελιώσεις το δικαίωμα» στα πενήντα σου, τουλάχιστον φρόντισε να το εξασφαλίσεις από την ημέρα που θα αρχίσεις να δουλεύεις. Να βρεις μια σταθερή θέση, και να μείνεις σ’ αυτήν τη θέση ώς την ευλογημένη εκείνη ημέρα. Ακόμη και οι λέξεις έχουν τη σημασία τους – όση τους έχουμε αφήσει από τις καταχρήσεις. Δεν λέμε «άνοιξαν διακόσιες χιλιάδες δουλειές στο Δημόσιο». Λέμε «προκηρύσσονται διακόσιες χιλιάδες θέσεις». Οι δουλειές είναι για τον ιδιωτικό τομέα. Οι θέσεις για το Δημόσιο. Από τη μία η δουλειά, μετάφραση στη νέα ελληνική της λέξης δουλεία. Από την άλλη η θέση, με όση ακινησία κι αν αυτή συνεπάγεται.
Η λατρεία για το Δημόσιο, το κοινωνικό αλισβερίσι, είναι η εγκόσμια εκδοχή του ιδανικού, του εκ γενετής συνταξιούχου. Μπορεί να ταλαιπωρείσαι με ωράρια, κάρτες, ημέρες αργίας και πολιτικές αλλαγές, όμως όλ’ αυτά τα υπομένεις επειδή ξέρεις ότι στο τέλος σε περιμένει η σύνταξη. Η κινητικότητα προϋποθέτει συνεχή αξιολόγηση. Κάθε φορά που αλλάζεις δουλειά αξιολογείσαι εξαρχής. Οταν παραμένεις στην ίδια θέση από την πρώτη ημέρα, μετράς ημέρες για τη σύνταξη. Είναι λοιπόν εντελώς φυσιολογικό η ιδέα και μόνον της όποιας αξιολόγησης να σου φέρνει ανατριχίλα.
Το ελληνικό όνειρο είναι όνειρο ακινησίας. Κάθε μεταβολή, κάθε μετατροπή, η παραμικρή κίνηση προκαλεί ανασφάλεια, τρομάζει, φοβίζει. Η πίστη στην ακινησία έχει θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι συντηρητισμός· ο συντηρητισμός προϋποθέτει έργο και δυνατότητα επιλογής. Επιλέγεις τι αξίζει να συντηρήσεις και τι πρέπει να αλλάξεις, για να μπορείς να συντηρήσεις αυτό που πρέπει. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ιστορική αδράνεια.
Η κάλπικη αριστερά αυτήν την αδράνεια προσπαθεί να εξασφαλίσει. Αδιαφορεί για το ενάμισι εκατομμύριο ανέργους, όμως παλεύει με νύχια και με δόντια να κρατήσει το ελληνικό όνειρο ζωντανό. Πόσοι παραμένουν εργαζόμενοι; Ενάμισι εκατομμύριο; Πόσοι είναι οι συνταξιούχοι; Ισάριθμοι. Κάθε εργαζόμενος δουλεύει για περίπου ένα συνταξιούχο.
Δεν ξέρω αν υπάρχει πολιτική ηγεσία που μπορεί να βρει τον αλγόριθμο ο οποίος θα αποτρέψει την κοινωνική ενδόρρηξη. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον πως κάποιοι έχουν το θάρρος, τη δύναμη και τις ικανότητες να αναλάβουν τον ρόλο της συλλογικής ψυχανάλυσης. Να εντοπίσουν πού, πώς και πότε δημιουργήθηκε το σύνδρομο της ακινησίας γύρω από το οποίο οικοδομήθηκε το ελληνικό όνειρο. Προς το παρόν, ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον πως το όνειρο αυτό έχει γίνει εφιάλτης για όσους ζωντανούς μένουν ακόμη όρθιοι ανάμεσά μας.
Έντυπη