Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Πώς όμως ακριβώς ανταποκρινόμαστε εμείς στην πρόκληση αυτή;

Σ​​την καρδιά του προσφυγικού ζητήματος (αλλά και του ευρύτερου μεταναστευτικού), υπάρχει ένα παράδοξο που συνήθως παραβλέπουμε: όσο περισσότερο φιλόξενο στις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές είναι ένα κράτος και όσο πιο εύκολη είναι η πρόσβαση σε αυτό, δηλαδή όσο πιο ανοιχτά είναι τα σύνορά του, τόσο περισσότερο ενισχύονται οι ροές προς αυτό. Και οι ροές αυτές δεν έχουν ορατό τέλος. Στον κόσμο υπάρχει μπόλικη δυστυχία, πόλεμος και φτώχεια, τη στιγμή μάλιστα που η ροή της πληροφορίας και η ευκολία της μετακίνησης αυξάνονται ραγδαία. Με άλλα λόγια, όσο πιο φιλόξενος είναι κανείς, τόσο αυξάνεται το κόστος που πρέπει να καταβάλει για να ανταποκριθεί. Και το κόστος αυτό δεν είναι μόνο οικονομικό. Με άλλα λόγια, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, οι αγνές προθέσεις όχι μόνο δεν αποτελούν λύση, αλλά μπορούν να επιδεινώσουν το πρόβλημα.
Στο παράδοξο αυτό προστίθεται μια μεγάλη αντίφαση. Από τη μία, οι δυστυχισμένοι του κόσμου κατευθύνονται πρωταρχικά προς τις χώρες της Δύσης γιατί απλούστατα μόνο αυτές προσφέρουν ευημερία και ελευθερία. Αυτή είναι η ουσία του δυτικού πολιτισμού και με όλα του τα μειονεκτήματα είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα. Από την άλλη, όμως, όπως μας δίδαξε και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τα θεμέλιά του είναι εύθραυστα και απαιτούν συνεχή φροντίδα. Οσο για τα σύνορα, αυτά αποτελούν απαραίτητες (αν και όχι πάντα ικανές) προϋποθέσεις διατήρησης των θεμελίων αυτών. Οι τεράστιες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές αποτελούν ένα δημογραφικό και πολιτισμικό σοκ, που εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική και πολιτική έκρηξη. Η αντίφαση αυτή μας οδηγεί σε ένα δεύτερο παράδοξο: όσο μεγαλύτερο το δημογραφικό σοκ, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος της υπονόμευσης του ονείρου μιας καλύτερης ζωής που επιδιώκουν οι πρόσφυγες και μετανάστες για τους ίδιους και τα παιδιά τους στις κοινωνίες υποδοχής.
Τα δύο αυτά παράδοξα ορίζουν τα όρια μέσα στα οποία αναπτύσσεται η αντιμετώπιση του σύνθετου αυτού προβλήματος και, κατ’ επέκταση, μέσα στα οποία έχει νόημα η συζήτησή του. Αυτή πρέπει απαραίτητα να περιλαμβάνει την εμπεριστατωμένη ανάλυση δημόσιων πολιτικών, του κόστους τους και των επιπτώσεών τους. Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο και έτσι εξηγείται ο σπασμωδικός και συχνά μυωπικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε έως τώρα το πρόβλημα αυτό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πώς όμως ακριβώς ανταποκρινόμαστε εμείς στην πρόκληση αυτή;