Ο πειρασμός της δοκιμής
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο «πειρασμός της δοκιμής» αντλεί τη γοητεία του από τη διαπίστωση πως αυτό που ζω δεν μου πάει, το έχω βαρεθεί, δεν το αντέχω άλλο, δεν περιμένω τίποτε καλύτερο, αντιθέτως περιμένω το χειρότερο, οπότε δεν έχω άλλη λύση παρά να δοκιμάσω το «διαφορετικό», το οποίο ελπίζω πως δεν μπορεί να είναι χειρότερο από το χειρότερο που περιμένω. Ο «πειρασμός της δοκιμής», όπως κάθε σοβαρός πειρασμός δεν εξαντλείται στην ορθολογική του εξήγηση. Οσους λογαριασμούς κι αν κάνεις, όσες φορές κι αν βγεις να αποδείξεις πως το οικονομικό πρόγραμμα που παρουσίασε ο κ. Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη είναι γεμάτο αντιφάσεις, ανεφάρμοστο και ανέφικτο, δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τη δύναμη του πειρασμού. Ενα μεγάλο ποσοστό των ακροατών σου, κουρασμένο, βαριεστημένο, πνιγμένο στα προσωπικά του αδιέξοδα, ακόμη και αν θέλει, λόγω καταβολών, να σε εμπιστευθεί, αδυνατεί. Η πολιτική είναι τέχνη της συγκυρίας, όμως είναι τέχνη επειδή ακριβώς μπορεί να δώσει στη συγκυρία μελλοντική προοπτική. Και η μελλοντική προοπτική της συγκυβέρνησης θυμίζει το σπίτι που ο Νασρεντίν Χότζας το γέμισε με ζώα για να αρχίσει να τα βγάζει σιγά σιγά και να μεγαλώνει ο χώρος. Η υπόσχεση για σταδιακή μείωση της φορολογίας σε προοπτική γενεών δεν συνιστά προοπτική ανάπτυξης, ούτε περιγράφει τον ορίζοντα του μέλλοντος. Το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ότι δεν μπορεί, δεν ξέρει ή δεν τολμά να περιγράψει τη μελλοντική προοπτική της χώρας, να δώσει ένα πειστικό πορτρέτο της Ελλάδας για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ζητάει παράταση ζωής μόνον για να αποφευχθούν τα χειρότερα, λες και δεν καταλαβαίνει πως απευθύνεται σε ένα ακροατήριο το οποίο, επειδή δεν αντέχει ψυχολογικά, δεν πιστεύει πως μπορεί να υπάρξει χειρότερο. Μπορεί και να μην καταλαβαίνει, κι αυτό είναι το χειρότερο.
Ο κ. Τσίπρας στον οποίο έτυχε ο ιστορικός κλήρος να κυβερνήσει ως αριστερός, και δη «ριζοσπάστης», δεν μπορεί να περιγράψει ούτε αυτός τη μελλοντική Ελλάδα. Ο λόγος της Αριστεράς είναι λόγος ρήξης, όμως μετά την κατάρρευση των καθεδρικών ναών της αριστερής ιδεολογίας η αντίληψη της ρήξης έχει διαγραφεί και έχει δώσει τη θέση της στο υποκατάστατο των μεταρρυθμίσεων οι οποίες, στην περίπτωση της ελληνικής Αριστεράς, υπόσχονται το μέλλον ως παρελθόν. Θα αποκαταστήσουμε «κεκτημένα δικαιώματα», αδικίες, την αξιοπρέπεια, το Δημόσιο και ό,τι άλλο. Η Ελλάδα θα μείνει στην Ευρώπη, την οποία θα ταλαιπωρούμε με τα etats d’ ame του κ. Γλέζου, και θα παραμείνει στο ΝΑΤΟ με την προοπτική να το διαλύσει, κοινώς τρέχα γύρευε. Με μία διαφορά: Ο κ. Τσίπρας, επειδή ξέρει πως στην πραγματικότητα κερδίζει από τον «πειρασμό της δοκιμής», ξέρει ότι δεν είναι υποχρεωμένος να προβάλλει την εικόνα ενός μέλλοντος πειστικού και εφικτού. Του φτάνει που το παρόν είναι βαρετό, μουντό, δυσμενές και πνιγηρό. Του φτάνει που προτείνει το διαφορετικό κι ας έρχεται αυτό το «διαφορετικό» από το παρελθόν, είτε το μουχλιασμένο της πρωτόλειας μαρξολογίας είτε το πάντα ευχάριστο των λαϊκών σουξέ, κοινώς παροχών, του ελληνικού σοσιαλισμού. Αυτός θα δώσει πίσω την ακίνητη ιδιοκτησία, που την πήραν οι αντιδραστικοί από τους μικρομεσαίους μάρτυρες της κρίσης και θα αυξήσει τα έσοδα του Δημοσίου μειώνοντας τους φόρους.
Ο «πειρασμός της δοκιμής» δεν είναι ομοιογενής. Χωρίζεται σε δύο γενικές κατηγορίες. Υπάρχουν όσοι πιστεύουν πως τίποτε χειρότερο δεν πρόκειται να συμβεί από όσα ζούμε τώρα. Υπάρχουν και όσοι πιστεύουν πως, ακόμη και αν τα πράγματα θα είναι χειρότερα με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, θα πρέπει να περάσουμε απ’ αυτό το στάδιο για να τελειώνουμε με τις ψευδαισθήσεις που προκαλεί η ριζοσπαστική αριστερά. Δεν ξέρω ποια από τις δύο στάσεις είναι η αφελέστερη. Αύριο θα προσπαθήσω να τις περιγράψω και τις δύο, κυρίως όμως το κοινό υπόβαθρο της κοινωνικής ανίας στο οποίο στηρίζονται. Διότι, μη γελιόμαστε: καταφέραμε να βαρεθούμε την ίδια μας τη χώρα, ψάχνουμε τον τρόπο, όσοι την αγαπάμε, να την κάνουμε ενδιαφέρουσα και δεν τον βρίσκουμε.
Ο κ. Τσίπρας στον οποίο έτυχε ο ιστορικός κλήρος να κυβερνήσει ως αριστερός, και δη «ριζοσπάστης», δεν μπορεί να περιγράψει ούτε αυτός τη μελλοντική Ελλάδα. Ο λόγος της Αριστεράς είναι λόγος ρήξης, όμως μετά την κατάρρευση των καθεδρικών ναών της αριστερής ιδεολογίας η αντίληψη της ρήξης έχει διαγραφεί και έχει δώσει τη θέση της στο υποκατάστατο των μεταρρυθμίσεων οι οποίες, στην περίπτωση της ελληνικής Αριστεράς, υπόσχονται το μέλλον ως παρελθόν. Θα αποκαταστήσουμε «κεκτημένα δικαιώματα», αδικίες, την αξιοπρέπεια, το Δημόσιο και ό,τι άλλο. Η Ελλάδα θα μείνει στην Ευρώπη, την οποία θα ταλαιπωρούμε με τα etats d’ ame του κ. Γλέζου, και θα παραμείνει στο ΝΑΤΟ με την προοπτική να το διαλύσει, κοινώς τρέχα γύρευε. Με μία διαφορά: Ο κ. Τσίπρας, επειδή ξέρει πως στην πραγματικότητα κερδίζει από τον «πειρασμό της δοκιμής», ξέρει ότι δεν είναι υποχρεωμένος να προβάλλει την εικόνα ενός μέλλοντος πειστικού και εφικτού. Του φτάνει που το παρόν είναι βαρετό, μουντό, δυσμενές και πνιγηρό. Του φτάνει που προτείνει το διαφορετικό κι ας έρχεται αυτό το «διαφορετικό» από το παρελθόν, είτε το μουχλιασμένο της πρωτόλειας μαρξολογίας είτε το πάντα ευχάριστο των λαϊκών σουξέ, κοινώς παροχών, του ελληνικού σοσιαλισμού. Αυτός θα δώσει πίσω την ακίνητη ιδιοκτησία, που την πήραν οι αντιδραστικοί από τους μικρομεσαίους μάρτυρες της κρίσης και θα αυξήσει τα έσοδα του Δημοσίου μειώνοντας τους φόρους.
Ο «πειρασμός της δοκιμής» δεν είναι ομοιογενής. Χωρίζεται σε δύο γενικές κατηγορίες. Υπάρχουν όσοι πιστεύουν πως τίποτε χειρότερο δεν πρόκειται να συμβεί από όσα ζούμε τώρα. Υπάρχουν και όσοι πιστεύουν πως, ακόμη και αν τα πράγματα θα είναι χειρότερα με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, θα πρέπει να περάσουμε απ’ αυτό το στάδιο για να τελειώνουμε με τις ψευδαισθήσεις που προκαλεί η ριζοσπαστική αριστερά. Δεν ξέρω ποια από τις δύο στάσεις είναι η αφελέστερη. Αύριο θα προσπαθήσω να τις περιγράψω και τις δύο, κυρίως όμως το κοινό υπόβαθρο της κοινωνικής ανίας στο οποίο στηρίζονται. Διότι, μη γελιόμαστε: καταφέραμε να βαρεθούμε την ίδια μας τη χώρα, ψάχνουμε τον τρόπο, όσοι την αγαπάμε, να την κάνουμε ενδιαφέρουσα και δεν τον βρίσκουμε.