Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Στην πολιτική η οποιαδήποτε αποτυχία ξεπερνιέται. Η γελοιοποίηση όμως σκοτώνει ...

Υποτίθεται πως θα έπρεπε να είχε γίνει απόλυτα κατανοητή από τον πολιτικό κόσμο η ανάγκη αποφυγής συμπεριφορών και πρακτικών που πυκνώνουν τις σκιές οι οποίες βαραίνουν την πολιτική ζωή του τόπου. Και υποτίθεται, επίσης, ότι οι πρώτοι που οφείλουν να ανταποκρίνονται στην υποχρέωση αυτή είναι εκείνοι που είχαν την τύχη να ξεκινήσουν την όποια πορεία τους στην πολιτική πατώντας πάνω στην ασφάλεια μιας βαριάς οικογενειακής παράδοσης.
Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει ο Μιχ. Λιάπης. Ως ανιψιός του Κωνσταντίνου Καραμανλή ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα από τα γραφεία της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Εκλέχθηκε βουλευτής χωρίς να ιδρώσει, κατέλαβε υπουργικά αξιώματα χωρίς να χρειαστεί να αποδείξει τίποτα και πραγματικά πίστευε ότι αν είχε το «σωστό» επώνυμο η πολιτική διαδρομή του δεν θα περνούσε μόνο από υπουργικά γραφεία.
Γι΄ αυτό και η χθεσινή σύλληψή του δεν αποτελεί απλώς και μόνο μια πρωτοφανή επιπολαιότητα ή μια απαράδεκτη επίδειξη θράσους, που δυστυχώς χαρακτηρίζει ως νοοτροπία πολλούς εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου. Αποτελεί σοβαρό πολιτικό γεγονός. Γιατί για ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης δεν είναι ο Μιχάλης Λιάπης που παρανόμησε αλλά ο ανιψιός του ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας.
Και αυτό που τελικά καταγράφεται δεν είναι ότι κυκλοφορούσε, αν και είχε καταθέσει τις πινακίδες του αυτοκινήτου του, που ήταν και ανασφάλιστο, ούτε φυσικά ότι δεν είχε μαζί του την άδεια οδήγησης ή διέπραξε μια παράβαση. Εκείνο που καταγράφεται είναι ότι είχε κατασκευάσει πλαστές πινακίδες, που σημαίνει ότι δεν υπέπεσε απλώς σε μια επιπολαιότητα της στιγμής, αλλά ενσυνείδητα αποφάσισε και διέπραξε ποινικά κολάσιμες πράξεις. Οι οποίες θα του απέφεραν, μάλιστα, το εξευτελιστικό σε σχέση με το αδίκημα ποσό των περίπου δυόμισι χιλιάδων ευρώ.