Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Τα «παλιά φθαρμένα υλικά» από τα οποία δεν μπορεί να προκύψει κάτι καινούργιο.

Τα «παλιά φθαρμένα υλικά» από τα οποία δεν μπορεί να προκύψει κάτι καινούργιο στην πολιτική αποτελούν την πλέον στερεοτυπική φράση στο στόμα των πολιτικών όλων των κομμάτων, κινημάτων και κινήσεων. «Με παλιά φθαρμένα υλικά δεν φτιάχνεις κυβέρνηση» είχε πει ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό. «Η “Νέα Ελλάδα”, στην οποία αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός, φτιάχνεται από τα γνωστά παλιά φθαρμένα υλικά» είχε σημειώσει το ΚΚΕ. «Η νέα κυβέρνηση αποτελείται από τα παλιά φθαρμένα υλικά του δικομματισμού» είχαν τονίσει οι ΑΝΕΛ. Ασχέτως αν σε πλήθος κόμματα, κινήματα, κινήσεις, και στον ΣΥΡΙΖΑ και στο «Ποτάμι» και στην «Ελιά» και στους «58» υπάρχουν, μαζί με τα «καινούργια» και «παλιά υλικά», όψιμοι αντιμνημονιακοί που εγκατέλειψαν το καράβι λίγο πριν βουλιάξει, για να σωθούν προσαράζοντας σε άφθαρτα λιμάνια. Η στερεοτυπική έκφραση για τον «φθαρμένο» αντίπαλο λειτουργεί ως απολυμαντικό και μαζί «κράχτης» της προσωπικής αφθαρσίας.

Ομως, βαθμηδόν, καθώς ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε κλισέ, το νόημα φτωχαίνει· δεν ακυρώνεται, δεν εκκενώνεται, εξασθενεί. Από την άλλη το κλισέ έχει ένα δικό του βάρος, όχι σημαντικό αλλά αισθητό, μια δική του αξία, που δεν δεσμεύεται από την αλήθεια. Εκφέρεται εύκολα, αβίαστα, σαν προειδοποίηση και μαζί σαν διαπίστωση, στεγανή, απρόσβλητη, παγιωμένη -παγωμένη. Το κλισέ εμπεριέχει ένα στατικό μήνυμα. «Κομμένο» σε ένα μέγεθος, για να προσλαμβάνεται από όλους.

Εχουμε συνηθίσει να μιλάμε για την πραγματικότητα στερεοτυπικά. Να εγκιβωτίζουμε δηλώσεις μακριά από τον σπαραγμό του κοινωνικού κόσμου. Ακόμη και σε μια στιγμή με πιεστική την ανάγκη για συμφιλίωση της μορφής του λόγου με το βαθύ του περιεχόμενο, της πολιτικής με τον άνθρωπο.

Οχι ότι οι Ελληνες είναι απολίτικοι. Απλώς φοβούνται την πολιτική εκμετάλλευση. Επιτίθενται στην κυβέρνηση, αλλά είναι δύσπιστοι και απέναντι στην αντιπολίτευση. Μπερδεμένοι, ευμετάβολοι. Ολη η Ευρώπη σαρώνεται από αντιφατικά «ρεύματα». Από τη μια είναι τα λαϊκιστικά κόμματα, που καθυβρίζουν τα κόμματα εξουσίας, υμνούν την καταγωγή, πολεμούν τη μετανάστευση, εκμεταλλεύονται τους φόβους, επιδιώκουν τη σύμπτυξη στην περιοχή, την περιφέρεια, το έθνος, ζητούν μια δημοκρατία βασισμένη σε δημοψηφίσματα, επιχειρούν μια «νέα τάξη» (η παθιασμένη αναζήτησή της, άλλοτε, γέννησε μια ολέθρια αταξία) και μαγνητίζουν τα λαϊκά στρώματα. Από την άλλη αναπτύσσονται κινήματα, που με αφορμή κρίσιμα ζωτικά προβλήματα δημιουργούν έναν ευρύτερο χώρο δημόσιας διαβούλευσης, απαιτώντας διαφάνεια, έλεγχο της κυβέρνησης, ευήκοα ώτα σε προτάσεις βελτίωσης της καθημερινότητας και προσελκύουν κυρίως τα μεσαία στρώματα. Εμφανής κι εδώ η ανάγκη της προβολής στο μέλλον, της αλλαγής σελίδας, ακόμη και σε πλήρη ασυνέχεια με το δυσοίωνο σήμερα. Ομως η ιστορία του ανθρώπου δεν γνωρίζει την ασυνέχεια, τη λήθη, την απολύτως νέα αρχή. Η ρόδα δεν αρχίζει να κυλά, αν δεν κλείσεις τους λογαριασμούς με το παρελθόν. Αν δεν ξεκαθαρίσεις με βλαβερές νοοτροπίες, αγκυλώσεις, κλισέ.