Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Οι μελλοντικές γενιές καταδικάζονταν σε φτώχεια για να εξυπηρετηθεί η ψηφοθηρία των κομματικών ηγεσιών.

Η «κοινωνική πολιτική» ήταν κυρίως σκανδαλώδεις παροχές σε κλειστές φατρίες και προέρχονταν από ανεξέλεγκτο δανεισμό. Οι παρεχόμενες υπηρεσίες στο ευρύ κοινό ήταν χείριστης ποιότητας. Οι μελλοντικές γενιές καταδικάζονταν σε φτώχεια για να εξυπηρετηθεί η ψηφοθηρία των κομματικών ηγεσιών. Η σκανδαλώδης ευημερία των πρωτοπαλίκαρων και των παρακοιμωμένων προϋπέθετε την όλο και μεγαλύτερη εξαθλίωση των πολλών. Για κάθε σύνταξη των τεσσάρων και πέντε χιλιάδων ευρώ στις προνομιούχους ΔΕΚΟ και στα «ευγενή» ταμεία, μυριάδες απόμαχοι της δουλειάς συνθλίβονταν στα τριακόσια και τετρακόσια.

Αποσυνδέθηκε έτσι ο πλούτος από την εργασία και την κοινωνική συνεισφορά. Η εργασία σε κάθε προοδευτική ιδεολογία, είτε φιλελεύθερη είτε σοσιαλιστική, είναι η μοναδική πηγή κάθε αξίας. Αυτός που δεν δουλεύει δεν δικαιούται να τρώει, λέει ο Μαρξ χρησιμοποιώντας συνειδητά τα λόγια του Ευαγγελίου. Στη χώρα μας, αντίθετα, αναδείχθηκε σε ύψιστη αξία το ήθος του κηφήνα, και η ευσυνείδητη δουλειά ονομάστηκε βλακεία.

Η ιδεολογία των κομμάτων ήταν μία και ήταν κοινή: ο παρασιτικός κρατισμός. Μια ιδεολογία ανισότητας και αντικοινωνικής ιδιοτέλειας. Η διαμάχη τους, παρ’ όλη την αριστερή και δεξιά φωνασκία και το μίσος που συνειδητά έσπερναν στον κόσμο, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας αγώνας για τον έλεγχο του ίδιου χρυσοφόρου συστήματος. Τα πρώτα χρόνια με τον πλήρη ει δυνατόν εξοβελισμό των κομματικών αντιπάλων. Αργότερα, με μια συμφωνία «κυρίων» (εδώ γελάμε βέβαια) για μοιρασιά των προνομιούχων θέσεων με κάποια αναλογία, 6:4 ή κάτι τέτοιο, ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη μείζονα αντιπολίτευση.

Και η υπόλοιπη αντιπολίτευση (που «δεν κυβέρνησε») κατακτούσε θέσεις εξουσίας στο τοπικό επίπεδο για να προωθήσει τη δική της πελατεία. Και πίεζε γενικά με την πολιτική και συνδικαλιστική της δύναμη για όλο και περισσότερους διορισμούς με όλο και περισσότερα δάνεια πάνω στην πλάτη του κόσμου. Τότε δεν τους ενδιέφεραν ποσώς οι «τοκογλύφοι», το «επαχθές χρέος» κτλ.