Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Οπυρετός της κάλπης.

Η μνήμη μας μαρτυρεί πως η προεκλογική αντιπαράθεση με την έξαψή της, γνήσια ή έως ένα βαθμό πεποιημένη, συγχωρεί πολλά: τους υψηλότατους τόνους, τα παγιδευτικά ή και εκβιαστικά διλήμματα, την υπερβολή στις επαγγελίες και τις καταγγελίες, την προσωποποίηση της σύγκρουσης, τον βαρύ μανιχαϊσμό. Ξέρουμε βέβαια ότι όλα τούτα πνίγουν το αίτημα για καθαρό και δίχως δημοκοπικές εξάρσεις πολιτικό λόγο. Αυτόν όμως σπανίως τον υπηρετούν ακόμα και οι σχετικά ήπιες και εκλογικά ουδέτερες περίοδοι. Θα ήταν λοιπόν αφελές να περιμένουμε να τον θεραπεύσει και να τον προαγάγει ο πυρετός της κάλπης.

Κι ύστερα, όσο κι αν επικαλούμαστε προς παραδειγματισμό τους αρχαίους συντοπίτες μας και όσα εξαιρετικά επινόησαν (τη δημοκρατία, τη διαλεκτική, την τέχνη του διαλόγου), γνωρίζουμε ότι δική τους εφεύρεση υπήρξε και η κλεώνεια δημαγωγία και η τεχνική της έριδας. Σε πόλεμο ήταν, πολύ μακριά από την πατρίδα τους, κι έπεσαν σε παραλυτική αρχηγική σύγκρουση για τα όμορφα λάφυρά τους. Δεν μπορεί, κάποιον λόγο θα ’χε ο Ομηρος που ξεκίνησε να τραγουδάει την πνευματική προς τους επόμενους κληροδοσία του μ’ ένα τέτοιο περιστατικό εξοιδημένης αντισυντροφικής (και, με τη σημερινή ορολογία, αντιπατριωτικής) εγωπάθειας.

Αλλά ας αφήσουμε τους αρχαίους στον ίσκιο τους, κρατώντας ωστόσο στον νου και μιαν άλλη, παραδειγματικής επίσης σαφήνειας, ιστοριούλα τους – εκείνη των Αβδήρων, με την περί όνου σκιάς έριδα. Και ας προσεδαφιστούμε στο οικείο σήμερα. Τελευταία εβδομάδα πριν από την πρώτη κάλπη. Με «μείζον θέμα» που, σαν «φλέγον», «ανάβει φωτιές» και «στέλνει στα ύψη τον υδράργυρο» (για να μείνουμε στη στερεοτυπική ρεπορταζιακή ιδιόλεκτο), την αντιπαράθεση των δύο διεκδικητών της πρωτιάς για τη «νέα Ελλάδα». Για το λεκτικό κέλυφός της δηλαδή: ποιος είπε πρώτος τις δύο μαγικές υποτίθεται λεξούλες, ποιος καπάρωσε το μπραντνέιμ κτλ.

Πρώτος; Ας μην είμαστε άδικοι. Ούτε η Ν.Δ. έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ· και τα πρωτεία δεν ανήκουν σε κανέναν τους. Τουλάχιστον στη μεταπολιτευτική εποχή, πρώτος ο Ανδρέας Παπανδρέου θήρευσε ψυχές και ψήφους νεοελλαδολογώντας. Αυτός από το μπαλκόνι έριχνε το κέλευσμα «Εμπρός για μια νέα Ελλάδα» (δεν υπάρχει σαραντάρης που να μην έχει στο μνημονικό του τη φωνή του). Και από κάτω οι λαοθάλασσες του επέστρεφαν ομοιοκατάληκτο τον ειδωλολατρικό θαυμασμό τους: «Εμπρός, Αντρέα, για μια Ελλάδα νέα». Είναι τμήμα της παπανδρεϊκής και γενικότερα της πασοκικής κληρονομιάς το σύνθημα. Οπως και το «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες», που το ιδιοποιήθηκε πρώτος ο ΛΑΟΣ και έπειτα η Χ.Α., όπως μας έδωσε να καταλάβουμε ανάμεσα στους δικολαβικούς λυγμούς του στη Βουλή ο κ. Μπούκουρας.

Η «Νέα Ελλάδα», η «Νέα Εποχή», η «Νέα Σελίδα» και τα λοιπά νεολογικά, ξεθυμασμένα πια, δεν είναι τόσο νεωτερικά όσο φάνταζαν κάποτε. Οποιο νόημα κι αν είχαν, το εξανέμισαν οι αλλεπάλληλες διαψευσμένες προσδοκίες. Οι λέξεις, όσο εύηχες, δεν αρκούν. Οσοι έχουν να τις προικίσουν με νόημα, ας το πράξουν.  ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ.