Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Η χώρα έχει υποφέρει από τους μεσσίες.

Αν το αποτέλεσμα της Κυριακής στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν διαφορετικό, αναρωτιέται κανείς αν θα είχε ανακαλύψει ο ΣΥΡΙΖΑ τις «ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές», αν θα είχε διαπιστώσει την «άβυσσο» η Φώφη Γεννηματά, αν θα προχωρούσε στην αναζήτηση μεταρρυθμιστικών συμμαχιών το Ποτάμι και κυρίως αν οι χαμένοι θα μιλούσαν στη ΝΔ για «ανάγκη συνύπαρξης όλων» όταν ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης είχε δηλώσει προεκλογικά ότι «δεν θα κρατήσει κανέναν με το ζόρι». Η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη δημιούργησε ελπίδα για καλύτερες εξελίξεις στη χώρα. Δεν είναι η πρώτη ελπίδα που εμφανίζεται στα χρόνια της κρίσης. Oλες ωστόσο σκόνταψαν στον λαϊκισμό, στις προσωπικές φιλοδοξίες και τις άλλες παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Η προσπάθεια διακομματικής στήριξης της κυβέρνησης Παπαδήμου κάηκε πολύ νωρίς. Η «πολιτική» επετηρίδα δεν ανέχτηκε για πολύ την παραβίασή της από «τεχνοκρατικές» παρεμβάσεις.
Η «κίνηση των 58» δημιούργησε στη συνέχεια τη νέα -και σοβαρότερη- ελπίδα για τη συγκρότηση ενός κεντροαριστερού-σοσιαλδημοκρατικού πόλου, που θα έπαιρνε την πρωτοβουλία για την έξοδο από την κρίση με αναπτυξιακή κατεύθυνση. Η άρνηση της ΔΗΜΑΡ να αναλάβει τις ευθύνες της που μαζί με την αποχώρηση από την κυβέρνηση οδήγησαν στην εξαφάνισή της, αλλά και προσωπικές φιλοδοξίες για την ηγεσία του εγχειρήματος το ακύρωσαν στην πράξη. Η πιο πρόσφατη και τραυματική εμπειρία είναι αυτή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν αναφερόμαστε στην ελπίδα που δημιούργησε στην πλειοψηφία των πολιτών ο ακραίος προεκλογικός λαϊκισμός, αλλά στην ελπίδα για ένα νέο ήθος στην πολιτική που διαψεύδεται καθημερινά από μια αριστεροακροδεξιά συμμαχία που καταργεί κάθε ίχνος αξιοκρατίας και προχωράει στην οικοδόμηση ενός σκληρού κομματικού κράτους.
Η πολύπαθη ελπίδα φαίνεται να περνάει τώρα στα χέρια του νέου προέδρου της ΝΔ. Oχι γιατί μπορεί από μόνος του -η χώρα έχει υποφέρει από τους «μεσσίες»- ούτε γιατί άλλαξε ξαφνικά η Δεξιά. Αλλά γιατί μπορεί να αποτελέσει τον μοχλό που θα κινήσει τα νήματα και θα προκαλέσει τις πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες που θα υλοποιήσουν επιτέλους τις μεταρρυθμίσεις που κιτρίνισαν επί δεκαετίες στα εκάστοτε κυβερνητικά συρτάρια. Απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά για όλα αυτά είναι να μην κάνει πίσω από τα «πιστεύω» που πρόσφατα διακήρυξε δημόσια. Συγκρίνοντας τις δύο πολιτικές συγκυρίες -και σε καμιά περίπτωση τις δύο πολιτικές προσωπικότητες- ας ελπίσουμε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα συναντήσει στο κόμμα του αντίδραση ανάλογη με εκείνη που συνάντησε στην περίοδο της διακυβέρνησής του ο Κώστας Σημίτης από το ΠΑΣΟΚ. Να τον ψηφίζουν για την εξουσία και να τον καταριούνται για την πολιτική του!