Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Η χώρα χάνει διαρκώς ευκαιρίες .

Η αέναη συζήτηση για τις αιτίες υπαγωγής της Ελλάδας σε καθεστώς μνημονίου και σκληρής επιτήρησης από τους δανειστές - εταίρους της χώρας είναι χαρακτηριστική των αιτίων που οδήγησαν στην πτώχευση της χώρας. Και αυτά δεν είναι άλλα από την αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Σε μια χώρα που αρέσκεται σε θεωρίες συνωμοσίας, αλλά και έναντι πολιτών που έχασαν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους και δοκιμάζονται σκληρά από την επταετή, πλέον, οικονομική κρίση, οι εύκολες απαντήσεις είναι πάντοτε πιο ελκυστικές. Είναι πολύ πιο σύνθετο και άρα αναποτελεσματικό να ερμηνεύσει κάποιος τα ταμειακά και διαρθρωτικά προβλήματα αλλά και τις εις βάθος πολιτικές ευθύνες που οδήγησαν στο αδιέξοδο. Αντιθέτως, είναι πολιτικά αποτελεσματικό και κοινωνικά εύπεπτο το όποιο πρόβλημα να προσωποποιηθεί.

Οπως, λοιπόν, για την υπαγωγή της Ελλάδας στο μνημόνιο ευθύνεται ο Ανδρέας Γεωργίου, έστω κι αν ανέλαβε την Ελληνική Στατιστική Αρχή αφού ο Γ. Παπανδρέου είχε υπογράψει το πρώτο μνημόνιο, έτσι για όσα ακολούθησαν έφταιγαν, εκτός από τον Παπανδρέου προφανώς, ο «τραπεζίτης» Παπαδήμος, οι «μερκελιστές» Σαμαράς και Βενιζέλος, ο «δοτός» Στουρνάρας κ.ο.κ.

Στον αντίποδα, η λύση ήταν και πάλι προσωποποιημένη και όχι πολιτική. Ο Τσίπρας «που είναι νέος και αντιστέκεται», ο Καμμένος «που αποκαλύπτει τη συνωμοσία εις βάρος της χώρας». Το εντυπωσιακό, δε, είναι ότι ακόμη και μετά την προσχώρηση των νυν κυβερνώντων στο μνημονιακό στρατόπεδο, η αντιπαράθεση συνεχίζεται με όρους παρελθόντος. Αρκεί κανείς να ακούσει τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στα τηλεοπτικά παράθυρα για να πειστεί.

Το αποτέλεσμα όλου αυτού είναι επί χρόνια ο δημόσιος διάλογος να αναλώνεται σε τέτοιου είδους απλοϊκές ερμηνείες και σε μάχες φραστικών χαρακωμάτων. Οι ρόλοι προϋπήρξαν και οι μετά το 2009 πρωταγωνιστές επέλεξαν τον ρόλο που τους εξυπηρετούσε προκειμένου να φτάσουν στην εξουσία, μόνον και μόνον για να τον αλλάξουν με τον ρόλο που επέκριναν μέχρι να κερδίσουν τις εκλογές.

Η χώρα χάνει διαρκώς ευκαιρίες για μια ουσιαστική ανάλυση των (συνολικών και κατά κυβέρνηση) λαθών της και, ως εκ τούτου, απομακρύνεται διαρκώς η επίτευξη μιας ελάχιστης κοινωνικής συμφωνίας για την εφεξής πορεία της Ελλάδας και την υπέρβαση των μνημονίων. Αυτό βέβαια ουδόλως εκπλήσσει. Οταν η λειτουργία βασικών θεσμών του κράτους εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο, η απαίτηση ενός ουσιώδους διαλόγου και μιας ψύχραιμης αναζήτησης λαθών ή ευθυνών μοιάζει με πολυτέλεια.

Ως εκ τούτου, η συζήτηση επιστρέφει ξανά στα εύπεπτα. Οχι στην ενδεχόμενη ανικανότητα των κυβερνώντων αλλά στη συνειδητή μηχανορραφία προκειμένου η χώρα να τεθεί υπό τον ξένο ζυγό. Οχι στα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας αλλά στη δολοπλοκία προκειμένου η Ελλάδα να γονατίσει ακόμη περισσότερο απέναντι στις πιέσεις των δανειστών. Οχι σε μια γνήσια αυτοκριτική αλλά στην υπόδειξη του άλλου ως υπευθύνου για τα σημερινά δεινά. Υπό αυτό το πρίσμα, ο όποιος Ανδρέας Γεωργίου αποτελεί το ιδανικό καύσιμο για την αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης. Οι όποιοι χειρισμοί του θα κριθούν, και ορθώς, από τη Δικαιοσύνη μετά την απόφαση του ΣτΕ να ανακαλέσει μέρος του απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών. Tι σημαίνει αυτό; Οτι ο Γεωργίου, και ο όποιος στη θέση του, μπορεί να απαλλαγεί ξανά με βούλευμα, μπορεί να δικαστεί, μπορεί να αθωωθεί ή να κριθεί ένοχος. Ομως η εικόνα που επιχειρείται να οικοδομηθεί, ότι ο Γεωργίου πάτησε το κουμπί παραποίησης των οικονομικών στοιχείων δεσμεύοντας τη χώρα στα μνημόνια, όχι μόνον αδικεί τις θυσίες του ελληνικού λαού αυτά τα χρόνια αλλά, δυστυχώς, προοιωνίζεται –εφόσον κυριαρχήσουν τέτοιες αντιλήψεις– και νέες περιπέτειες. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ας εκδώσουμε τον Γεωργίου σε Λισσαβώνα, Δουβλίνο και Λευκωσία να αναλάβει και την ευθύνη των εκεί μνημονίων. Αλλά ξέχασα, οι τρεις έχουν ήδη κάνει τα πρώτα τους βήματα εκτός μνημονίων...
Έντυπη