Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Τα αδιέξοδα που δημιούργησε υποκαθιστά την πολιτική με την άρνηση.

Βασική παθογένεια της πολιτικής ζωής είναι ο καταγγελτικός λόγος. Δεν χρησιμοποιείται μόνο από την αντιπολίτευση, αλλά ενίοτε και από την κυβέρνηση. Οι αντιπολιτευόμενοι επενδύουν στην άρνηση, προσδοκώντας οφέλη από τα λάθη και τις ανεπάρκειες εκείνων που ασκούν εξουσία. Οι κυβερνώντες, μόλις έρθουν αντιμέτωποι με τα προβλήματα και τις δυσκολίες, προσχωρούν στην κατά πάντων κριτική. Κυρίως αποποιούνται τις ευθύνες τους, μεταθέτοντάς τες στους αντιπάλους. Για να συγκαλύψουν τα ελλείμματά τους ανακαλύπτουν υπονομευτές.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο τρόπος που πολιτεύεται, χρόνια τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ. Ως αντιπολίτευση ακολούθησε σκληρή αντιμνημονιακή ρητορική. Ενοχοποίησε τους αντιπάλους, εγκαλώντας τους για τη χρεοκοπία της χώρας. Υπέθαλψε ακραίες αντιδράσεις, δηλητηριάζοντας μεγάλο τμήμα πολιτών με τον ιό του εθνολαϊκισμού. Ποντάροντας στις συνέπειες της κρίσης, αλλά και στις παλινδρομήσεις της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, κατέλαβε την εξουσία. Στην πρώτη κυβερνητική του θητεία επιχείρησε να προωθήσει ανερμάτιστες αντιμνημονιακές επιλογές, με αποτέλεσμα να βρεθούμε με το ένα πόδι εκτός Eυρωζώνης. Η αναδίπλωσή του δεν αποτέλεσε καμιά τομή στην προγενέστερη στρατηγική του.
Hταν μια ανώμαλη προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα, με την οποία αδυνατεί να συμφιλιωθεί. Απόδειξη, η ακατάληπτη και σχιζοειδής πολιτική που ακολουθεί ακόμη και σήμερα. Είναι εμφανές πως η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στερείται στοιχειώδους ατζέντας. Βρίθει από αντιφάσεις, ενώ διακρίνεται από πολιτική και διαχειριστική ανεπάρκεια. Το κυριότερο, βρίσκεται σε διάσταση με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας και της οικονομίας. Eτσι εξηγείται και η ασφυξία, στην οποία περιήλθε, με ορατό τον κίνδυνο να οδηγηθεί στην παράλυση. Εμμένοντας σε μια ατελέσφορη γραμμή πλεύσης, επαναλαμβάνει τη γνώριμη τακτική του «αντί».
Μετά το αντι-μνημόνιο, επιλέγει την αντι-διαπλοκή, υποδυόμενη ότι δίνει μάχες με τα μεγάλα επιχειρηματικά και οικονομικά συμφέροντα. Στοχοποιώντας όσους την αντιπολιτεύονται, υποδαυλίζει τα άγρια ένστικτα όλων εκείνων που ρέπουν σε σενάρια συνωμοσίας, παρασκηνίου, μεθοδεύσεων. Πυροδοτώντας μια παρωχημένη ταξική μισαλλοδοξία, κατασκευάζει εσωτερικούς εχθρούς. Επενδύει στον κοινωνικό αυτοματισμό, υποθάλποντας την αντιπαλότητα μεταξύ των επαγγελματικών ομάδων. Θεωρεί τον ιδιωτικό τομέα πυλώνα του νεοφιλελευθερισμού. Αντιμετωπίζει την επιχειρηματικότητα ως παρασιτική δραστηριότητα. Η αντιπολίτευση κατηγορείται ως τρόικα εσωτερικού. Οι Ευρωπαίοι εταίροι εγκαλούνται για υπονόμευση της χώρας. Μάλιστα, λαϊκίζοντας επικίνδυνα, βάλλει κατά των ΜΜΕ, θεωρώντας παθογένεια της δημοκρατίας την αυτονόμησή τους.
Η κυβέρνηση επιδίδεται σε σκιαμαχίες γιατί δεν μπορεί να θεμελιώσει μια πολιτική εξόδου από την κρίση. Μπλοκαρισμένη από τα αδιέξοδα που δημιούργησε υποκαθιστά την πολιτική με την άρνηση. Oμως ο καταγγελτικός λόγος της δεν συνιστά στρατηγική. Δεν συγκροτεί αφήγημα. Δεν συντηρεί προσδοκίες, ούτε συμβάλλει στη μεταστροφή του κλίματος. Δεν απαντά στα καίρια ερωτήματα των πολιτών ούτε ανταποκρίνεται στις αγωνίες της κοινωνίας. Η πολιτική ως «αντί» είναι δοκιμασμένη συνταγή, στην οποία καταφεύγουν όσοι διαπιστώνουν την εξασθένηση της κυριαρχίας τους, αδυνατώντας να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος.