Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Το πόσο άβολα νιώθουν πολλοί Ελληνες.

Το πόσο άβολα νιώθουν πολλοί Ελληνες μακριά από την προστασία της κρατικής ομπρέλας φαίνεται και από την αντίληψη που έχουν περί ελεύθερου ανταγωνισμού. Η πιο συνήθης δικαιολογία έχει να κάνει με τη διάτρητη «αξιοκρατία». Θέλουν «σιγουριά», δηλαδή απουσία ελέγχου και κριτικής. Στασιμότητα για όλους.

Γνωστά όλα αυτά, και θλιβερά, και ακόμη πιο απογοητευτικά όταν οι συνδικαλιστές των ιδιωτικών εκπαιδευτικών «χαιρετίζουν» τις προθέσεις Φίλη για ισοπέδωση των ιδιωτικών σχολείων και διασφάλιση ώς ένα σημείο της θέσης τους ασχέτως αξιολόγησης. Θεωρώ ότι εκφράζουν μια μειοψηφία, αλλά η αντίληψη αυτή είναι διάχυτη. Ο ελεύθερος, δημιουργικός και συναρπαστικός κόσμος του ανταγωνισμού για τους περισσότερους Ελληνες είναι «ζούγκλα». Για άλλους είναι «μεσαίωνας». Δεν είναι τυχαίο ότι οι ακρότητες του ΣΥΡΙΖΑ όλο το διάστημα της διακυβέρνησης είναι κοινωνικά ανεκτές από όλους όσοι έχουν μεγαλώσει με τη διαβεβαίωση της προστασίας κάθε ανικανότητας και του κανακέματος κάθε οπισθοδρομικής συμπεριφοράς.

Ευτυχώς, όλα αυτά τελειώνουν, αργά ή γρήγορα. Διότι ο λογαριασμός θα είναι κοινός για όλους και περισσότερο θα πληγούν όσοι πίστευαν ότι θα περάσουν τη ζωή τους εις βάρος της κοινωνίας. Αυτό που επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ, με το αδελφό κόμμα των ΑΝΕΛ, με το οποίο έχει στενή ιδεολογική συγγένεια και κοινό σκοπό την άλωση της αστικής δημοκρατίας, πιθανόν θα αποτύχει προσκρούοντας στις κωμικοτραγικές αντιφάσεις του ερασιτεχνικού λαϊκισμού. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να μεταβάλει τους συσχετισμούς της κοινωνίας. Εχει σχέδιο να ανατρέψει προς όφελος της μακροημέρευσής του αυτό που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως «αστικό τρόπος ζωής» και να οργανώσει την κοινωνία με βάση τρεις ομάδες: τη συμπαγή μάζα των ψηφοφόρων του, την οποία ελπίζει να συντηρεί με διχαστική γλώσσα μέσα από τη δεξαμενή του Δημοσίου, τους ιδεολογικούς δορυφόρους σε μικρότερα κόμματα και συμμαχίες που ασπάζονται τον λαϊκισμό, τον εθνικισμό ή το ταξικό μίσος, όπου εμφανίζεται κυρίαρχος άρα και απαραίτητος, και, τέλος, τη νέα «ελίτ», μέσα από τα νέα δίκτυα διαπλοκής, αλληλεξάρτησης και νέου χρήματος. Αυτό το σχέδιο, άλλωστε, είναι κοινό σε όλα τα συστήματα λαϊκισμού. Αλλά για να επιτύχει, έστω εν μέρει, απαιτούνται χρόνος και ευελιξία χειρισμών. Και τα δύο απουσιάζουν.