Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Ο σύγχρονος μεταρρυθμιστικός λόγος.

Η εγχώρια Κεντροδεξιά, σε αντίθεση με την Κεντροαριστερά, δεν χάθηκε στη δίνη της κρίσης. Αν και υπέστη ρήγματα, άντεξε. Δεν κατακερματίστηκε ούτε απονομιμοποιήθηκε. Το σοκ από το πρωτοφανές ποσοστό του 18,85% των πρώτων εκλογών του 2012 ξεπεράστηκε σε έναν σημαντικό βαθμό με την ανάληψη της εξουσίας. Η κυβέρνηση Σαμαρά, παρά τις αντινομίες που τη χαρακτήριζαν και την έλλειψη μεταρρυθμιστικής πνοής, ανέστρεψε την καθοδική πορεία της χώρας και της οικονομίας. Οι επιδόσεις της συνέβαλαν και στη σταθεροποίηση της ΝΔ. Ετσι, στο υφιστάμενο δικομματικό σκηνικό, η Κεντροδεξιά αποτελεί ανθεκτικό και ισχυρό πόλο. Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη έδωσε ώθηση σε μια παράταξη που είναι υποχρεωμένη να προβεί σε αναθεωρήσεις και ανατοποθετήσεις. Αλλωστε, η ανάγκη προσαρμογής της στο νέο περιβάλλον τις καθιστά απαραίτητες. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι εύκολο. Προσκρούει στις παλιές αντιλήψεις που διαπερνούν τον κομματικό μηχανισμό, καθώς και στις αμφιβολίες και τις αντιρρήσεις που εκφράζουν στελέχη και κορυφαίοι της παράγοντες για την ασκούμενη πολιτική.
Το εγχείρημα του νέου προέδρου να κάνει βαθιές αλλαγές στον λόγο, στην ταυτότητα και τη φυσιογνωμία της ΝΔ δεν βρίσκει την απαιτούμενη ανταπόκριση. Ο ίδιος μάλιστα αντιμετωπίζεται με επιφυλάξεις. Διάχυτη, δε, είναι η επιθυμία να απεμπολήσει τελικά τη μεταρρυθμιστική του επαγγελία, προσχωρώντας σταδιακά σε λογικές συγκερασμού. Τα προβλήματα που καλείται να διαχειριστεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι πολλά. Αρκετά είναι και τα βαρίδια. Η ανακίνηση του δημοσιονομικού ελλείμματος του 2009 ανέδειξε τις εύθραυστες σχέσεις στην οροφή του κόμματος. Το ζήτημα γίνεται οξύτερο με δεδομένες τις υπόγειες διαδρομές του καραμανλικού κατεστημένου με τον Αλέξη Τσίπρα. Η δυναμική που απέκτησε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναμφίβολα του επιτρέπει να επιμείνει στη στρατηγική των καθαρών προτάσεων και λύσεων. Η δημοσκοπική υπεροχή, το εμφανές προβάδισμά του σε μια σειρά ποιοτικών χαρακτηριστικών τού προσδίδουν εμβέλεια και απήχηση.
Το συγκριτικό του πλεονέκτημα έγκειται στο ότι σε σύντομο χρόνο δημιούργησε δικό του πολιτικό κεφάλαιο και τόνωσε την ηγετικότητά του. Διασφάλισε σταθερό εκλογικό ακροατήριο, ενίσχυσε την επιρροή του, διευρύνοντας τους ορίζοντες της Κεντροδεξιάς. Η πολιτική υποδομή, η τεχνοκρατική του γνώση, ο ευρωπαϊσμός και ο πραγματισμός που τον χαρακτηρίζουν, ο σύγχρονος μεταρρυθμιστικός λόγος, η διαχειριστική ικανότητα εγγράφονται στα προτερήματά του. Αντίθετα, σε σχέση με τον Αλέξη Τσίπρα φαίνεται να υστερεί στην αμεσότητα και τη λαϊκότητα, στο επικοινωνιακό ταλέντο, στην ηγετική εικόνα - ακόμη και στη φρεσκάδα, καθώς ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν παραπέμπει στην παλιά πολιτική τάξη. Η φθορά, όμως, του πρωθυπουργού εξαιτίας της διακυβέρνησής του καθιστά τον Κυριάκο Μητσοτάκη ισχυρό παίχτη. Τον βοηθά να θεμελιώσει την κυριαρχία του σε έναν ευρύτερο μεταρρυθμιστικό χώρο, ενδυναμώνοντας περαιτέρω την κυβερνησιμότητα της Κεντροδεξιάς. Το πολιτικό του στοίχημα, ωστόσο, προϋποθέτει μια ανόθευτη μεταρρυθμιστική στρατηγική.