Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Δεν έχει πεισθεί ο μέσος Ελληνας ότι το 2013 ήταν η τελευταία δύσκολη χρονιά.

Φέτος το άγνωστο περισσότερο τρομάζει παρά προκαλεί. Δεν έχει πεισθεί ο μέσος Ελληνας ότι το 2013 ήταν η τελευταία δύσκολη χρονιά. Αντίθετα, φοβάται τα χειρότερα. Κοιμάται με την αγωνιά της έλευσης νέων φορολογικών και άλλων βαρών - κατάργηση αφορολόγητων ορίων και φοροαπαλλαγών, αυστηρό καθεστώς τεκμηρίων, αύξηση φόρων, νέα τέλη, νέα ψαλιδίσματα σε συντάξεις και εφάπαξ, αύξηση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση. Φρικιά με την ιδέα της νέας οικονομικής πίεσης από την εφαρμογή των ψηφισθέντων μέτρων, ακόμη περισσότερο ενός νέου Μνημονίου και νέων μέτρων λιτότητας, λυγίζει στο ενδεχόμενο της ολοκληρωτικής οικονομικής αποστράγγισης, μιας προεικασμένης, ζοφερής λύσης του προσωπικού του δράματος.
Το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, η αδυναμία της χώρας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της χωρίς ξένη βοήθεια, η πιστωτική ασφυξία, η αναιμική αγορά, οι αργές μεταρρυθμίσεις, η αταλάντευτη πορεία του κομματικού συστήματος, η απουσία ενός στέρεου σχεδίου για «την ανάταξη της οικονομίας» και την αναδιάταξη του κράτους, ώστε να εισπράττει με δίκαια κριτήρια, συνθλίβουν τον εσωτερικό ζωοδότη χώρο της καθημερινής ανασυγκρότησης.
Η ψυχική συντριβή, η απαισιοδοξία των πολιτών είναι η μεγαλύτερη ήττα των πολιτικών. Μπορεί οι οικονομικοί δείκτες να σημειώσουν μια μικρή βελτίωση, αλλά τίποτα καλό στη χώρα αυτή δεν θα συμβεί και όλες οι θυσίες θα χαθούν ως κονιορτός στον άνεμο, αν δεν γίνουν αποφασιστικά βήματα πολιτικής και οικονομικής προόδου που θα έχουν ένα μετρήσιμο αποτέλεσμα στις ανθρώπινες ζωές. Ετσι θα νικηθεί η περιρρέουσα ολιγοψυχία και η ταύτιση του μέλλοντος με την ολοκλήρωση της ελληνικής πτώσης.
Ο,τι υπαινίσσεται την ύπαρξη, η πιο ανεπαίσθητη πνοή ζωής θα έπρεπε να διασφαλίζει χειροπιαστή συνέχεια και όχι να ακινητοποιείται στο κουβάρι της αποδιοργάνωσης, της γραφειοκρατίας και μέσα σ’ αυτό να χάνεται.
Ενας πολίτης απαισιόδοξος χωρίς οίστρο, ένας τρωγλοδύτης που τρέμει από φόβο, ένας καρτερικός ασθενής, ακίνητος μέσα στον κόσμο και εξαγριωμένος εναντίον του, κολοβώνει κάθε συλλογική δυνατότητα.
Η ροπή προς την καταστροφή, που το αξεδιάλυτο πλέγμα της ελληνικής παθογένειας δημιουργεί, μπορεί να ενταθεί ή να αναιρεθεί ανάλογα με το φορτίο της αποθάρρυνσης ή με τη δύναμη της ανυστερόβουλης πολιτικής, μιας πολιτικής με πρόσωπο, με ψυχή, με κατεύθυνση. Μόνο η λαχτάρα για συνέχεια επιτρέπει στην Ιστορία να ανανεώνεται λαχανιάζοντας ανάμεσα στον όλεθρο και το όνειρο. Πάνω σ’ αυτήν την ταπεινή αλήθεια θα μπορούσε να θεμελιωθεί μια νέα αρχή, να βρεθεί η πολιτική υγεία και μαζί με αυτήν λίγη ευμάρεια.