Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Η θεωρία των δύο άκρων.

Σε μια τέτοια χώρα, οι πολιτικοί θα έσπευδαν στα τηλεοπτικά πάνελ όχι με τη σπουδή της προβολής, αλλά με τη συντριβή των ανθρώπων που συνειδητοποιούν πως έχουν μέρος της ευθύνης για την καταιγίδα. Που κατανοούν ότι το φίδι δεν μεγάλωσε μόνο του, αλλά θέριεψε χρόνο με τον χρόνο μέσα στη θαλπωρή του λαϊκισμού και της παραδοξολογίας, στο ζεστό περιβάλλον που του εξασφάλισε η οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κατάρρευση.
Δυστυχώς για όλους, δεν ζούμε σε τέτοια χώρα. Δύο εικοσιτετράωρα μετά το άγριο φονικό και πριν στεγνώσουν καλά καλά τα δάκρυα, η δημόσια συζήτηση επιστρέφει σε αδιέξοδα δίπολα που συντηρούν εδώ και μήνες την ατμόσφαιρα του ακραίου διχασμού, ρίχνουν τις γέφυρες, ακυρώνουν την πιθανότητα κάθε κοινής δράσης.
Γιατί, πως να καθίσεις στο τραπέζι και να συζητήσεις, πώς να καταλήξεις και να συμφωνήσεις, όταν ο απέναντι δεν σε θεωρεί συνομιλητή, αλλά μέρος του προβλήματος; Η θεωρία των δύο άκρων, ιστορικά, αυτό ακριβώς επιχειρεί να κάνει: ταυτίζει τη δράση των φασιστικών ομάδων με τις πρακτικές της κομμουνιστογενούς Αριστεράς, υποστηρίζοντας φανατικά την ανιστόρητη θέση ότι αποτελούν γεννήματα της ίδιας μήτρας.
Αν είναι να κουβεντιάσουμε σε κανένα συνέδριο τις διαφορές και τις ομοιότητες του ναζισμού με τον σταλινισμό, ευχαρίστως να το κάνουμε. Εδώ, όμως, μιλάμε για πολιτική. Για αποφάσεις, με άλλα λόγια, που επηρεάζουν τη ζωή ανθρώπων.
Οποιος ταυτίζει τα ανόμοια, τη Χρυσή Αυγή με τον ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, δεν χάνει απλώς από τον ορίζοντά του τον κεντρικό στόχο, που δεν μπορεί να είναι άλλος από την προάσπιση της δημοκρατίας... Χάνει ταυτόχρονα και το δίκιο του. Γιατί όσο αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σχέση με την ακροδεξιά, άλλο τόσο ισχύει ότι η Αριστερά αρνούμενη να καταδικάσει πρακτικές βίας, έβαλε κι αυτή το λιθαράκι της για να πάρει το φίδι τα πάνω του...