Η μάταιη αναζήτηση «ηγετών»
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σε περιόδους κρίσεως, αποδιοργανώσεως, κοινωνικής ρευστότητος και δυσπραγίας επανέρχεται με επιμονή το αίτημα της αναδείξεως «ηγέτη», που διαχειριζόμενος μία έκρυθμη κατάσταση θα σώσει τελικώς τη χώρα. Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία κρίνεται με τις αντίστοιχες του παρελθόντος, που φυσικά εξωραΐζονται, μεγέθη μέσης τάξεως εξιδανικεύονται, διαπιστώνεται έλλειμμα τραγικό και επακολουθεί κατάθλιψη.
Εν πρώτοις η ανάγκη εξευρέσεως «ηγέτη» είναι δηλωτική μιας αρρυθμίας του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Εκφράζει μία προφανώς ανομολόγητη νοσταλγία για καθεστώτα αυταρχικά της μιας ή της άλλης μορφής. Ο κοινοβουλευτισμός είναι το σύστημα του μέσου ανθρώπου και οι αντιπρόσωποί του θα πρέπει απλώς να διαθέτουν κοινό νου. Είναι ένα πολίτευμα θεσμών και όχι εξεχουσών προσωπικοτήτων.
Εξ ου και η Ελβετία, όπου ο κοινοβουλευτισμός και η άμεση δημοκρατία λειτουργούν αποτελεσματικά και άψογα, δεν έχει αναδείξει καμία πολιτική «προσωπικότητα» άξια μνήμης όχι απλώς στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, αλλά και σε αυτήν ακόμη τη συγκεκριμένη χώρα.
Εκ των πραγμάτων, ο «ηγέτης» είναι «λαϊκιστής» διότι ο ρόλος του είναι να οδηγήσει τους πολίτες προς κατευθύνσεις εκτός εκείνης που διαμορφώνει η αδράνεια της καθημερινότητος. Η Ελλάς διαθέτει σήμερα «ηγέτες» –αυτούς που της αρμόζουν– και φυσικά «λαϊκιστές».
Ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς είναι ο «λαϊκιστής του εκσυγχρονισμού» και ο κ. Αλέξης Τσίπρας είναι ο «λαϊκιστής» απροσδιορίστου κατευθύνσεως, όπου μπορεί κανείς να διακρίνει μία πίστη στην αποτελεσματική «δύναμη των μαζών».
Κοινό σημείο των δύο αλληλλοσπαρασσομένων ηγετών είναι ότι αντιμετωπίζουν τη διαμορφωθείσα κατάσταση ως «κρίση οικονομική» και ως εκ τούτου αναστρέψιμη με τη μία ή την άλλη πολιτική. Ισως όμως δεν πρόκειται περί αυτού, αλλά ενδεχομένως περί δημιουργίας μιας νέας τάξεως πραγμάτων σε ένα ομογενοποιημένο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η διασπορά επιχειρήσεων και πλούτου είναι πολύ μεγάλη στην Ελλάδα, ενώ η τάση διεθνώς είναι προς την κατεύθυνση δημιουργίας μεγάλων μεγεθών. Αν πρόκειται περί αυτού, τότε ο «αγώνας» των δύο «λαϊκιστών ηγετών» μας είναι απλούστατα εκτός θέματος.
Σε όλη την Ευρώπη η «ορθολογική» αντιμετώπιση της κρίσεως από τις συντεταγμένες πολιτικές δυνάμεις κατεστημένης ροπής αρχίζει να αμφισβητείται, ακόμη και από πολίτες των πλέον ανεπτυγμένων χωρών, καθώς διαπιστώνεται ότι η κρίση δεν φαίνεται να είναι παροδική, αλλά ότι προωθείται η πλήρης απορρύθμιση του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος που είχε δημιουργηθεί στη μεταπολεμική Ευρώπη. Η άνοδος των κομμάτων της λεγομένης άκρας Δεξιάς και των ευρωσκεπτικιστών είναι συνέπεια της τάσεως αυτής.
Η δικαστική δίωξη της Χρυσής Αυγής ανέστειλε ενδεχομένως την υπερβολική διόγκωση της εκλογικής ισχύος της. Η προσπάθεια περιστολής της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ διά της θεωρίας «των δύο άκρων» κατέπεσε, λόγω αντιδράσεων και εντός της Νέας Δημοκρατίας. Για άλλη μία φορά η χώρα θα περάσει πιθανόν από τη βάσανο της «αριστερής διακυβέρνησης». Αλλά αυτό δεν θα οφείλεται στις ικανότητες του κ. Αλέξη Τσίπρα. Εχει αποφασιστικά συμβάλει για τη συγκεκριμένη εξέλιξη και η συγκυβέρνηση των «αστικών» κομμάτων Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ.
Εν πρώτοις η ανάγκη εξευρέσεως «ηγέτη» είναι δηλωτική μιας αρρυθμίας του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Εκφράζει μία προφανώς ανομολόγητη νοσταλγία για καθεστώτα αυταρχικά της μιας ή της άλλης μορφής. Ο κοινοβουλευτισμός είναι το σύστημα του μέσου ανθρώπου και οι αντιπρόσωποί του θα πρέπει απλώς να διαθέτουν κοινό νου. Είναι ένα πολίτευμα θεσμών και όχι εξεχουσών προσωπικοτήτων.
Εξ ου και η Ελβετία, όπου ο κοινοβουλευτισμός και η άμεση δημοκρατία λειτουργούν αποτελεσματικά και άψογα, δεν έχει αναδείξει καμία πολιτική «προσωπικότητα» άξια μνήμης όχι απλώς στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, αλλά και σε αυτήν ακόμη τη συγκεκριμένη χώρα.
Εκ των πραγμάτων, ο «ηγέτης» είναι «λαϊκιστής» διότι ο ρόλος του είναι να οδηγήσει τους πολίτες προς κατευθύνσεις εκτός εκείνης που διαμορφώνει η αδράνεια της καθημερινότητος. Η Ελλάς διαθέτει σήμερα «ηγέτες» –αυτούς που της αρμόζουν– και φυσικά «λαϊκιστές».
Ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς είναι ο «λαϊκιστής του εκσυγχρονισμού» και ο κ. Αλέξης Τσίπρας είναι ο «λαϊκιστής» απροσδιορίστου κατευθύνσεως, όπου μπορεί κανείς να διακρίνει μία πίστη στην αποτελεσματική «δύναμη των μαζών».
Κοινό σημείο των δύο αλληλλοσπαρασσομένων ηγετών είναι ότι αντιμετωπίζουν τη διαμορφωθείσα κατάσταση ως «κρίση οικονομική» και ως εκ τούτου αναστρέψιμη με τη μία ή την άλλη πολιτική. Ισως όμως δεν πρόκειται περί αυτού, αλλά ενδεχομένως περί δημιουργίας μιας νέας τάξεως πραγμάτων σε ένα ομογενοποιημένο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η διασπορά επιχειρήσεων και πλούτου είναι πολύ μεγάλη στην Ελλάδα, ενώ η τάση διεθνώς είναι προς την κατεύθυνση δημιουργίας μεγάλων μεγεθών. Αν πρόκειται περί αυτού, τότε ο «αγώνας» των δύο «λαϊκιστών ηγετών» μας είναι απλούστατα εκτός θέματος.
Σε όλη την Ευρώπη η «ορθολογική» αντιμετώπιση της κρίσεως από τις συντεταγμένες πολιτικές δυνάμεις κατεστημένης ροπής αρχίζει να αμφισβητείται, ακόμη και από πολίτες των πλέον ανεπτυγμένων χωρών, καθώς διαπιστώνεται ότι η κρίση δεν φαίνεται να είναι παροδική, αλλά ότι προωθείται η πλήρης απορρύθμιση του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος που είχε δημιουργηθεί στη μεταπολεμική Ευρώπη. Η άνοδος των κομμάτων της λεγομένης άκρας Δεξιάς και των ευρωσκεπτικιστών είναι συνέπεια της τάσεως αυτής.
Η δικαστική δίωξη της Χρυσής Αυγής ανέστειλε ενδεχομένως την υπερβολική διόγκωση της εκλογικής ισχύος της. Η προσπάθεια περιστολής της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ διά της θεωρίας «των δύο άκρων» κατέπεσε, λόγω αντιδράσεων και εντός της Νέας Δημοκρατίας. Για άλλη μία φορά η χώρα θα περάσει πιθανόν από τη βάσανο της «αριστερής διακυβέρνησης». Αλλά αυτό δεν θα οφείλεται στις ικανότητες του κ. Αλέξη Τσίπρα. Εχει αποφασιστικά συμβάλει για τη συγκεκριμένη εξέλιξη και η συγκυβέρνηση των «αστικών» κομμάτων Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου