Η κυβέρνηση προφανώς δεν έχει στρατηγική στόχευση. Δεν μπορούν να εξηγηθούν διαφορετικά οι παλινωδίες των τελευταίων μηνών, αυτά τα μπρος - πίσω σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση που κόστισαν στη χώρα και πολιτικά και οικονομικά.
Ο πρωθυπουργός «φλέρταρε» με τις εκλογές στα τέλη του περασμένου έτους. Οταν όμως έδωσε την εντολή στον κ. Τσακαλώτο να «κλείσει» την αξιολόγηση, τότε το μήνυμα που εξέπεμψε ήταν σαφές: Θα προχωρούσε με ορίζοντα την εξάντληση της 4ετίας και με την ελπίδα ότι η οικονομία θα ανακάμψει άμεσα.
Ολοι, φίλοι και αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό πίστεψαν. Μετά ήρθε η υπαναχώρηση και η διαπραγμάτευση ξεκίνησε και πάλι, αλλά ?αυτήν τη φορά? με δυσμενέστερους όρους για την ελληνική πλευρά. Στο «τραπέζι» έπεσαν και άλλα μέτρα, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη τη θέση του πρωθυπουργού.
Αποτέλεσμα; Φτάσαμε στο «παρά ένα» του Eurogroup της Μάλτας (ακόμη ένα ορόσημο που είχε τεθεί για τη συμφωνία) και η φιλοδοξία της κυβέρνησης είναι να πάρει το «πράσινο φως» για την επιστροφή της τρόικας στην Αθήνα.
Και όλα αυτά αφού προηγήθηκαν τα τελεσίγραφα των δανειστών και οι απειλές της Αθήνας. Ενα σκηνικό που παραπέμπει σαφώς στο δραματικό καλοκαίρι του 2015.
Το νέο θρίλερ που ζει η κυβέρνηση και κατά συνέπεια η χώρα ήταν σαφέστατα αχρείαστο. Εφόσον ο κ. Τσίπρας είχε αποφασίσει να πάρει τα μέτρα και απέρριψε την επιλογή των εκλογών, θα έπρεπε ήδη να το είχε κάνει.
Η καθυστέρηση δεν βοηθά ούτε τον ίδιο ούτε τους βουλευτές του και πολύ δε περισσότερο δεν βοηθά την οικονομία. Ο κίνδυνος να κλείσει την αξιολόγηση, να δεχθεί τις απαιτήσεις των δανειστών και να μην πάρει τίποτε «χειροπιαστό» για να προβάλει στο εσωτερικό ακροατήριο είναι πλέον υπαρκτός!