Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Ε​​στω αργά ας το πάρουμε απόφαση: κανείς δεν θα μας σώσει.

Ε​​στω αργά ας το πάρουμε απόφαση: κανείς δεν θα μας σώσει. Πρέπει να δούμε μόνοι μας πώς θα διορθώσουμε την οικονομία και πώς θα αντεπεξέλθουμε στην προσφυγική κρίση. Μόνο εάν οργανωθούμε, εάν διαθέτουμε σχέδιο, θα μπορέσουμε να ζητήσουμε και να πάρουμε από τους εταίρους μας και από τη διεθνή κοινότητα αυτά που χρειάζονται για να επιβιώσουμε εμείς και για να είμαστε χρήσιμοι και σε άλλους. Εως τώρα περιμέναμε. Γίναμε αντικείμενο των σχεδίων άλλων. Ούτε αυτοί φάνηκαν ικανοί να μας διασώσουν, ούτε εμείς. Επειδή ξυπνάμε μόνο την ύστατη στιγμή, αυτή έφτασε.
Για να συμφωνήσουμε έστω σε αυτό, πρέπει πρώτα απ’ όλα να μιλάμε μεταξύ μας. Εμείς οι Ελληνες, που έχουμε επιζήσει από τόσες και τόσες καταστροφές, τώρα πνιγόμαστε με το σάλιο μας, με τη χολή που βγάζει ο ένας για τον άλλον. Για να συνεννοηθούμε, πρέπει να γνωριζόμαστε, και πρωτίστως ο καθένας τον εαυτό του.
Γνώθι σαυτόν. Ασφαλώς αυτό δεν είναι εύκολο – εάν ήταν, η αναζήτηση αυτή δεν θα ήταν θεμέλιος λίθος της σκέψης του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Δυστυχώς, οι περισσότεροι που ευθύνονται για την τύχη της χώρας δεν έχουν αρχίσει καν να σκέφτονται ότι πρέπει να εκτιμήσουν ορθώς τις δυνατότητες και τις αδυναμίες των ιδίων, της χώρας και της Ε.Ε. Αδυνατούν να εκπονήσουν σχέδιο διαφυγής από τη διπλή παγίδα της οικονομικής και προσφυγικής κρίσης – την ώρα που παγκοσμίως τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται και οι διεθνείς παράγοντες βολοδέρνουν μεταξύ αδράνειας, κυνισμού και πανικού.
Τι μας τυφλώνει στους κινδύνους; Γιατί η κυβέρνηση που όφειλε να γνωρίζει ότι δεν τα καταφέρνει να δαμάσει τα κύματα συμπεριφέρεται ως παντοδύναμη, επιλέγοντας να επιτίθεται με κάθε τρόπο στην αντιπολίτευση και σε άλλους εσωτερικούς αντιπάλους; Γιατί χάνει το δίκιο της όταν απαντάει με σχολικού τύπου τσαμπουκάδες σε πραγματικά κακές συμπεριφορές άλλων χωρών; Είναι μόνο ότι δεν μπορούμε να διαφύγουμε από την αέναη εφηβεία που μας χαρακτηρίζει – με τα πάθη, τις υπερβολές και την εύκολη καταγγελία των άλλων, περιμένοντας από κάποιον «ενήλικα» να ενδώσει στις φωνές μας και να δώσει λύση;
Τέτοια συμπεριφορά είδαμε σε χορταστικές δόσεις στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πριν τραβήξουν προς σόλο καριέρα ο κ. Βαρουφάκης, η κ. Κωνσταντοπούλου και ο κ. Λαφαζάνης (με τη μικρή του κομπανία).
Αυτοί που έμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ και απαρτίζουν τη σημερινή κυβέρνηση δεν έχουν την ίδια αδυναμία επαφής με το περιβάλλον, παρόλο που ο αδιανόητος εξυπνακισμός δεν πεθαίνει (όπως μας υπενθύμισε ο κ. Σκουρλέτης με την πρόσφατη επίθεσή του εναντίον του Καναδού προέδρου της Eldorado Gold). Οι σημερινοί δεν είναι σαν αυτούς που πίστεψαν ότι έγιναν Ζαπάτα ή Ζαν ντ’ Αρκ επειδή έπαιζαν στο έργο: γνωρίζουν πολύ καλά ότι υποδύονται έναν ρόλο και είναι αποφασισμένοι να το παίξουν έως το τέλος. Οπως οι πρώην σύντροφοί τους, όμως, είναι εθισμένοι στο χειροκρότημα: οι μεν έφυγαν για να συνεχίσουν να πουλούν φαντασιώσεις, οι δε λειτουργούν στον πραγματικό κόσμο αλλά με τρόπο που υπονομεύει τη διαχείριση της πραγματικότητας. Παράδειγμα: η κυβέρνηση αναγκάζεται να περάσει νόμους κατά τις επιταγές των δανειστών αλλά αμέσως τούς υποσκάπτει με την αδράνεια, με τροπολογίες και με εγκυκλίους που τους ακυρώνουν· παραλλήλως, καθυστερεί τόσο να λάβει αναγκαία μέτρα, που στο τέλος κάθε κίνηση θα οφείλεται στην απόλυτη ανάγκη. Γενικώς, στην Ελλάδα κανείς δεν θέλει να χρεωθεί την υποστήριξη κάποιου προγράμματος ή κάποια λύση, προτιμάμε να ζούμε με το πρόβλημα, αρκεί να μπορούμε να κατηγορούμε άλλους γι’ αυτό.
Με αυτό τον τρόπο ούτε εαυτούς γνωρίζουμε, ούτε μπορούμε να ανταποκρινόμαστε σε όποια δυσκολία. Η οικονομική κρίση είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας του πολιτικού μας κόσμου να ξεφύγει από το απλοϊκό σενάριο που υπηρετούσε τόσα χρόνια – με κυβερνήσεις και αντιπολίτευση να ξιφουλκούν πάνω στη σκηνή, όπου όλοι έπαιζαν τους καλούς, τους πατριώτες, τους δίκαιους, ενώ οι άλλοι ήταν πάντα οι κακοί, οι δωσίλογοι, οι διεφθαρμένοι. Ολα για το εύκολο χειροκρότημα. Τώρα, ενώ ο πρωθυπουργός βλέπει την ανάγκη για συναίνεση, δεν μπορεί παρά να συνεχίσει τον ρόλο που γνώριζε από πριν – του άτεγκτου ηγέτη μιας οργισμένης επανάστασης. Ετσι, είτε το θέλουν, είτε όχι, και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές απαντούν αναλόγως. Για χρόνια παρακολουθούσαμε (ή μάλλον συμμετείχαμε) σε έργο που νομίζαμε ότι ήταν όπερα μπούφα. Τώρα βλέπουμε ότι είναι τραγωδία. Την ώρα που η σκηνή καταρρέει, που πρέπει να ανάψουμε τα φώτα, να ξαναδούμε τους ρόλους, να επέμβουμε στο σενάριο, συνεχίζουμε να παίζουμε όπως πριν. Είτε επειδή είμαστε ανίκανοι να δούμε, είτε επειδή η επιμονή στον ρόλο είναι η μόνη μας παρηγοριά...
Έντυπη