Μήπως έτσι δεν ήταν τα περισσότερα χρόνια της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα; Μια υπερπαραγωγή «δικαιωμάτων», ένα παραλήρημα παροχών, ένα ξεσάλωμα του δημόσιου τομέα που έμοιαζε με παιδική χαρά και όλη η χώρα σε καθημερινή βάση κατήγγελλε την ασυδοσία, το χάος, την αυθαιρεσία και τη διαφθορά που επικρατούσε στις δημόσιες υπηρεσίες, που είχαν δημιουργήσει έναν υπάλληλο τραμπούκο, τέρας αναισθησίας, έναν αχαλίνωτο συνδικαλιστή. Αυτά σε καθημερινή βάση τα κατήγγελλε σε ΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ Ο ΛΑΟΣ! Σήμερα, όλως παραδόξως, η μνήμη δεν είναι στη μόδα. Κανείς δεν θυμάται τίποτα, λες και δεν υπήρξε ποτέ η κολοσσιαία ρουσφετολογία, η κομματοκρατία, η αχαλίνωτη φαυλοκρατία, το κράτος ασυστόλων, το καθεστώς της ασυδοσίας και της κλεπτοκρατίας. Από αυτά, κανείς δεν θυμάται σήμερα τίποτα.
Ξαφνικά, σε όλες τις υπηρεσίες ανακαλύψαμε ότι υπάρχουν ελλείψεις, οι υπάλληλοι δεν είναι υπεράριθμοι, δεν είναι αναποτελεσματικοί, δεν είναι διεφθαρμένοι, δεν υπάρχουν φακελάκια, δεν υπάρχουν λαδώματα, δεν υπάρχουν γρηγορόσημα.
Από την άλλη, για μια ακόμα φορά, γίνεται εμπορία του χάους, της ανεργίας, των απολύσεων (δίκαιες ή άδικες, κανείς δεν χαίρεται), και - τελικά -, μια αντιαισθητική μονοπώληση των δωρεάν ευαισθησιών. Κανείς δεν αναλαμβάνει ωστόσο το κόστος να πει και να υπερασπιστεί την επώδυνη αλήθεια, όπως και κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να την ακούσει.
Ξαφνικά, σε όλες τις υπηρεσίες ανακαλύψαμε ότι υπάρχουν ελλείψεις, οι υπάλληλοι δεν είναι υπεράριθμοι, δεν είναι αναποτελεσματικοί, δεν είναι διεφθαρμένοι, δεν υπάρχουν φακελάκια, δεν υπάρχουν λαδώματα, δεν υπάρχουν γρηγορόσημα.
Από την άλλη, για μια ακόμα φορά, γίνεται εμπορία του χάους, της ανεργίας, των απολύσεων (δίκαιες ή άδικες, κανείς δεν χαίρεται), και - τελικά -, μια αντιαισθητική μονοπώληση των δωρεάν ευαισθησιών. Κανείς δεν αναλαμβάνει ωστόσο το κόστος να πει και να υπερασπιστεί την επώδυνη αλήθεια, όπως και κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να την ακούσει.